- απομονωτικός
- η , ό[ν] изолирующий; изоляционный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απομονωτικός — ή, ό κατάλληλος ή ικανός να απομονώνει: Ο απομονωτικός θάλαμος δεν ήταν σε καλή κατάσταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απομονωτικός — ή, ό σχετικός με την απομόνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < απομόνωση. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 από τον Βασίλειο Λάκωνα] … Dictionary of Greek
φιλέρημος, -η — ο αυτός που αγαπά την ερημιά, τη μοναξιά, την απομόνωση, ακοινώνητος, απομονωτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)